- παβιάνος
- (papio). Γένος πιθήκων της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 30 είδη και υποείδη, διαδεδομένα στην Αφρική, στα νότια της Σαχάρας και στην Αραβία. Οι πίθηκοι αυτοί έχουν σώμα μάλλον μεγάλο και σκληρά εξογκώματα στους γλουτούς αρκετά πλατιά, γυμνά, γενικά κόκκινα. Το κεφάλι του π. είναι χοντρό, με ρύγχος όμοιο με το τυπικό ρύγχος των σκύλων, έχει τα μάτια πολύ βαθουλά και κοντά το ένα με το άλλο, ενώ η ισχυρή οδοντοφυΐα φέρει κυνόδοντες εξαιρετικά επικίνδυνους.
Οι περισσότεροι π. είναι έξυπνοι, έχουν όμως άγριο χαρακτήρα και όταν ενηλικιωθούν δύσκολα προσκολλώνται στον άνθρωπο. Ο πιο γνωστός π. είναι ο μπαμπουίνος· ένα πιο μεγαλόσωμο και ρωμαλέο είδος είναι ο μαύρος π. (popio sciasma), διαδεδομένος στη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ο οποίος εξημερώνεται εύκολα.
Ο μαύρος παβιάνος ραρίο sciacma, ζει μέσα στους βράχους των ορεινών περιοχών της νοτίου Αφρικής.
Dictionary of Greek. 2013.